σωματικῶν

σωματικῶν
σωματικός
of
fem gen pl
σωματικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

  • νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • Άλεν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους ορισμένων σωματικών τμημάτων των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος όπουν ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, μία από τις προσαρμοστικές μεταβολές τις οποίες υφίστανται τα ομοιόθερμα ζώα που ζουν σε… …   Dictionary of Greek

  • κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται …   Dictionary of Greek

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • αγυμνασία — ἀγυμνασία, η (Α) [ἀγύμναστος] έλλειψη σωματικών ασκήσεων ή εκπαιδεύσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”